- πολυθρήνητος
- πολυ-θρήνητος, ον,A lamentable,
γενεή AP7.334.15
, cf. IG12(8).445.6 ([place name] Thasos); gloss on ἀδινός, Sch.S.Tr.848.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γενεή AP7.334.15
, cf. IG12(8).445.6 ([place name] Thasos); gloss on ἀδινός, Sch.S.Tr.848.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυθρήνητος — lamentable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθρήνητος — η, ο / πολυθρήνητος, ον, ΝΜΑ αυτός που θρηνείται πολύ, ο άξιος μεγάλου θρήνου, πολύκλαυστος («πολυθρήνητος γενεή», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + < θρηνῶ (πρβλ. οξυ θρήνητος)] … Dictionary of Greek
πολυθρήνητος — η, ο αυτός που τον θρήνησαν ή τον θρηνούν πολύ, ο πολύκλαυτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυθρηνήτως — πολυθρήνητος lamentable adverbial πολυθρήνητος lamentable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθρήνητον — πολυθρήνητος lamentable masc/fem acc sg πολυθρήνητος lamentable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθρηνήτου — πολυθρήνητος lamentable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθρηνήτους — πολυθρήνητος lamentable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθρηνήτων — πολυθρήνητος lamentable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθρήνητε — πολυθρήνητος lamentable masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιδάκρυτος — ἀμφιδάκρυτος, ον (Α) ο γεμάτος δάκρυα, πολυδάκρυτος, πολυθρήνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δακρυτός < δακρύω] … Dictionary of Greek
ερίκλαυστος — ἐρίκλαυστος, ον και ἐρίκλαυτος, ον (Α) 1. αυτός που κλαίει πολύ 2. αυτός για τον οποίο κάποιος έχει κλάψει πολύ, ο πολύκλαυτος, ο πολυθρήνητος («ἐρίκλαυστος πόλεμος», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + κλαυστός (< κλαίω)] … Dictionary of Greek